Πατέρες της Εκκλησίας

Πατέρες της Εκκλησίας
Τίτλος που αποδίδεται από τον 4o αι. σε ομάδα χριστιανών συγγραφέων των οποίων η διδασκαλία θεωρείται ότι ανταποκρίνεται στην ορθή παράδοση και στις δογματικές αρχές που πρεσβεύει η Εκκλησία. Οι αναγκαίες προϋποθέσεις για να περιληφθούν στην ομάδα αυτή είναι, εκτός από την ορθοδοξία της εκτεθειμένης και κηρυσσομένης διδασκαλίας, η αγιότητα του βίου και η ρητή ή σιωπηρή αναγνώρισή τους από την Εκκλησία. Έναν πρώτο κατάλογο, ατελή όμως, Πατέρων της Εκκλησίας διέσωσε το λεγόμενο Δεκρέτον του Γελασίου (6ος αι.). Ο τίτλος αυτός δόθηκε επίσης και σε εξέχοντες ιεράρχες που δεν είχαν συγγραφική επίδοση, διακρίθηκαν όμως για την αγιότητα του βίου τους και για την εκκλησιαστική τους δράση. Αντίθετα, σπουδαίοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, όπως ο Ωριγένης, ο Ευσέβιος Καισαρείας κ.ά., δεν φέρουν τον τίτλο αυτό, γιατί δεν εκπληρούν μία ή περισσότερες από τις παραπάνω προϋποθέσεις. Ανάμεσα στους σπουδαιότερους Πατέρες, άξιοι ιδιαίτερης μνείας είναι οι λεγόμενοι Αποστολικοί Πατέρες, οι απολογητές και οι συγγραφείς αντιρρητικών έργων του 2ου και 3ου αι. Κορυφαίοι όμως Πατέρες θεωρούνται ο Αθανάσιος ο Μέγας, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Βασίλειος ο Μέγας και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην Ανατολή, ο Ιερώνυμος, ο Αμβρόσιος και ο Αυγουστίνος στη Δύση. Οι τελευταίοι μεγάλοι Πατέρες υπήρξαν ο Μέγας Γρηγόριος για τη Δυτική Εκκλησία και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός για την Ανατολική. Ωστόσο, για την Ορθόδοξη τουλάχιστον Εκκλησία, σπουδαίοι Πατέρες θεωρούνται και οι πολύ μεταγενέστεροι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, όπως ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ο Γρηγόριος Παλαμάς κ.ά. Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας ήταν γενικά η ελληνική έως τα τέλη του 2ου αι. Ύστερα στη Δύση προτιμήθηκε η λατινική, αλλά και στην Ανατολή, εκτός από την ελληνική, υπήρξαν και μερικοί Πατέρες που έγραψαν στη συριακή, όπως ο Εφραίμ ο Σύρος, ή σε άλλες ανατολικές γλώσσες. Με τα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας ασχολείται ειδικός κλάδος της θεολογίας, η πατρολογία. πατερικά. Συλλογές αφηγήσεων που αναφέρονται στη ζωή και τις πράξεις των χριστιανών μοναχών, καθώς και συλλογές των ηθικοδιδακτικών λόγων τους. Τα π. διακρίνονται σε δύο τύπους. Στο πρώτο περιλαμβάνονται, κυρίως, οι βιογραφίες των ασκητών και στο δεύτερο οι ομιλίες τους και τα διδακτικά αποφθέγματά τους. Τα ελληνικά π. μεταφράστηκαν από τους νότιους Σλάβους και από τον 11o – 12o αι. πέρασαν στην παλαιορωσική φιλολογία. Στη Ρωσία είχαν μεγάλη διάδοση και φανερή επίδραση σε πολλά φιλολογικά έργα όπως ο Βίος του Θεοδοσίου Πετσέρσκι κλπ. Εξάλλου απηχήσεις των π. κειμένων διαπιστώνονται σε έργα μεγάλων συγγραφέων, όπως ο Ντάντε και ο Τολστόι. Οι μεγάλοι Πατέρες της Ανατολικής Εκκλησίας, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Ιωάννης Χρυσόστομος και Βασίλειος Μέγας. Εικόνα του 15ου αιώνα. (Πινακοθήκη Τρετιακώφ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποστολικοί πατέρες — Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς που έζησαν και έδρασαν αμέσως μετά την εποχή των Αποστόλων. Στα συγγράμματά τους διακρίνεται αναμφισβήτητα η ορθόδοξη διδασκαλία χωρίς καμία απόκλιση. To έργο των α.π. ήταν πολύπλευρο, γιατί είχαν να αντιμετωπίσουν… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός — (Αριανζός, Καππαδοκία 330; – 389).Άγιος της χριστιανικής Εκκλησίας, από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας καθώς και οικουμενικός διδάσκαλος. Ο συνονόματος πατέρας του προσήλθε στον χριστιανισμό χάρη στις προσπάθειες της ευσεβούς συζύγου του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”